- στεναγμῶν
- στεναγμόςsighingmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύστονος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς, που στενάζει ή θρηνεί πολύ, δυστυχισμένος 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί πολλούς στεναγμούς, ο αίτιος πολλών στεναγμών, ο λυπηρός («εἶτα τὴν πολύστονον Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον… … Dictionary of Greek
πυριφλεγέθων — Ένας, κατά την αρχαία μυθολογία, από τους τρεις ποταμούς του Άδη. Ενώ ο Κωκυτός και ο Αχέρων ήταν οι ποταμοί των στεναγμών, ο Π. ήταν ο ποταμός της φωτιάς. Ο Όμηρος τον αναφέρει στην Οδύσσεια και ο Πλάτων στον Φαίδωνα. Ο Πλάτων μάλιστα,… … Dictionary of Greek
Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ζεβακό, Μισέλ — (Michel Zevaco, 1860 – 1918). Γάλλος συγγραφέας. Έγραψε περιπετειώδη μυθιστορήματα, που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία ενθουσιάζοντας το κοινό με τις περιπέτειες των ρομαντικών ιπποτών ηρώων τους. Σπουδαιότερα από αυτά είναι τα: Βοργίες (1906),… … Dictionary of Greek